Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Τα ψάρια και οι εποχές τους μηνας ΜΑΡΤΙΟΣ

Η «Bασίλισσα του Βυθού»

Συναγρίδα: Η «Bασίλισσα του Βυθού»

Στους παλαιότερους ψαράδες ήταν γνωστή ως η «βασίλισσα του βυθού», ενώ για όλους τους αλιείς, ερασιτέχνες και μη, αποτελεί διακαή πόθο και ένα πολύτιμο… θήραμα για τη συλλογή τους.             
Η «πολύχρωμη» συναγρίδα (Dentex Dentex) ξεχωρίζει για την εξαιρετική της γεύση. Ανήκει στην οικογένεια των σπαρίδων και συναντάται τόσο στη Μεσόγειο όσο και στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Όπως αρμόζει βέβαια σε μια «βασίλισσα», η συναγρίδα δεν αρέσκεται σε σκουλήκια, οπότε οι «υποψήφιοι θηρευτές» θα πρέπει να στραφούν σε μεγάλα και ακόμα καλύτερα, ζωντανά δολώματα (καλαμάρι, ζαργάνα, καλογριά και μικρά αφρόψαρα), ικανά να τραβήξουν την προσοχή της.
Με σχήμα ωοειδές και έντονο ροζ, ασημί και κόκκινο χρώμα τίποτα δε μαρτυρά ότι η συναγρίδα είναι ένα επιθετικό ψάρι, με δυνατούς κυνόδοντες και στις δύο γνάθους, που αρέσκεται να σκοτώνει το θήραμα της πριν το φάει. Της αρέσει να ζει σε ρηχά νερά (βραχώδεις βυθούς με καθαρά νερά), 1 έως 5 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, σε βάθος από 15-20 μέτρα, αλλά μπορεί να την συναντήσεις και στα 200 μέτρα. Το μήκος του σώματος της κυμαίνεται περίπου στα 50 εκατοστά αν και μπορεί να φτάσει και το ένα μέτρο. Το βάρος της δε, μπορεί να φτάσει έως και τα 14 κιλά, ενώ ανεπίσημα τον Σεπτέμβριο του 2014 καταγράφηκε ψαριά συναγρίδας από ερασιτέχνες αλιείς της Ξάνθης, 16,2 κιλών. 


Περίοδοι αλίευσης

Η καλύτερη περίοδος για την αλίευση της είναι οι μήνες Ιούνιος και Οκτώβριος, όπου η συναγρίδα αφήνει τον βυθό της θάλασσας και ανεβαίνει σε πιο ρηχά νερά. Κάτι που της αρέσει να κάνει και τις πρωινές ώρες. Μιλώντας με ερασιτέχνες αλιείς, μας επισημαίνουν πως η συναγρίδα «αγαπάει τους κάβους, τις ξέρες, να ακολουθεί τα θαλάσσια ρεύματα που μεταφέρουν τους μικροοργανισμούς και αποτελούν καλή διατροφική πηγή αλλά και να αναδύεται τις μέρες με έντονη ηλιοφάνεια ή πανσέληνο». Μέρες με έντονη βροχή ή περίοδοι παρατεταμένης βροχόπτωσης δεν αποτελούν τις κατάλληλες συνθήκες για τους επίδοξους κυνηγούς του συγκεκριμένου ψαριού.

Πώς την πιάνεις

Η συναγρίδα κινείται κυρίως σε κοπάδια, σε βραχώδεις βυθούς, όπου μπορεί πιο εύκολα να αιφνιδιάσει τα θύματά της. Επίσης, από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο, το ψάρι έχει την τάση να βγαίνει και στα ρηχά, αποτελώντας το πιο περιζήτητο αλίευμα των παράκτιων ψαράδων με χρήση καλαμιού.
Ο πιο συνήθης τρόπος αλιείας αυτού του «θαλάσσιου κυνηγού», όμως, είναι με «συρτή». Όπως εξηγούν στην «ΥΧ» οι αλιείς, αυτή η τεχνική στο ιδιαίτερα βραχώδες ανάγλυφο του πυθμένα που ζει η συναγρίδα «θέλει εμπειρία, καθώς εύκολα τα αγκίστρια μπορούν να σκαλώνουν στα βράχια». Άλλοι τρόποι ψαρέματος είναι με «καθετή» από βάρκα με διπλά αγκίστρια ή με τη μέθοδο της «ζόκας», καθώς και για αρχάριους ερασιτέχνες ψαράδες από τη στεριά με «πεταχτάρι» μονάγκιστρο.

Ζωντανά δολώματα

Η επιλογή του κατάλληλου δολώματος είναι το Α και το Ω και το δέλεαρ για να «τσιμπήσει» η συναγρίδα. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν στην επιλογή τους δύο κατηγορίες δολωμάτων, αυτή των νωπών-ψαροδόλια (σαρδέλα-φρίσσα) και αυτή των ζωντανών.
Το «ιδιότροπο» αυτό ψάρι βέβαια προτιμά τα ζωντανά δολώματα, καθώς μιλάμε για έναν αληθινό κυνηγό. Η Καλόγρια, ο Γύλος, το Μπαρμπούνι, η Ζαργάνα, η Σουπιά και το Καλαμάρι μπορούν να φέρουν το πολυπόθητο αλίευμα στα αγκίστρια των ψαράδων καθώς έχουν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Η χρήση σκουληκιών δεν συνίσταται, ενώ μία συμβουλή για όσους καταφύγουν στην κατηγορία των νωπών-ψαροδόλια είναι αφού τα προμηθευτούν να τα τοποθετήσουν σε σφραγισμένο δοχείο με θαλασσινό νερό και πάγο.
Καθώς έχει την τάση να προκαλεί ακαριαίο θάνατο στα θύματα της, η «βασίλισσα του βυθού» χτυπά κατευθείαν στο κεφάλι του θηράματος της. Σε αυτή την περίπτωση και για να μην κοπεί η μισίνα με την οποία είναι δεμένη το αγκίστρι, ο ψαράς θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ειδικό συρματόσχοινο (κατά προτίμηση λεπτού που δεν επηρεάζει τη πλεύση του δολώματος) για τη δόλωση του δολώματος.
Ανάλογα με το μήκος που έχει το κάθε δόλωμα, ο υποψήφιος θηρευτής συναγρίδας θα πρέπει να φροντίσει να τοποθετήσει κατά μήκος και σε ικανοποιητικές αποστάσεις έως και τέσσερα αγκίστρια. Έτσι, ο ψαράς θα εξασφαλίσει πως το ψάρι δε θα επιτεθεί σε κάποιο σημείο του δολώματος που δεν καλύπτεται από αγκίστρι, θα καταναλώσει το γεύμα της και θα εξαφανιστεί, πολλές φορές χωρίς καν ο αλιέας να νιώσει τράνταγμα στο καλάμι του.                                                 
ΣΦΥΡΙΔΑ

Λατινικός τίτλος:

Epinephelus aeneus

Χαρακτηριστικά:

Συστηματική κατάταξη: Βασίλειο: Ζώα (Animalia) Φύλο: Χορδωτά (Chordata) Κλάση: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii) Τάξη: Περκόμορφα (Perciformes) Οικογένεια: Σερρανίδες (Serranidae) Υποοικογένεια: Επινεφελίνες (Epinephelinae) Γένος: Epinephelus Είδος: Epinephelus aeneus Μέγιστα μεγέθη: Μπορεί να φτάσει τα 25 kg σε βάρος και τα 120 cm σε μήκος. Ως μέγιστη ηλικία θεωρούνται τα 17 χρόνια. Επιστήμονες βρήκαν ότι ένα ψάρι 9,7kg είναι περίπου 8 χρονών στα αιγυπτιακά νερά. Εξωτερικά χαρακτηριστικά: Το χρώμα της σφυρίδας είναι χαρακτηριστικό: πράσινο σκούρο προς χάλκινο κάποιες φορές καθώς και καφέ σκούρο. Κάθετα στο σώμα μιας ενήλικης σφυρίδας, δημιουργούνται 4-5 ραβδώσεις γκρι ή σε διάφορες αποχρώσεις του πράσινου. Έχει χαρακτηριστικό βαθύ-πράσινο χρώμα ματιών και το ουραίο πτερύγιο του ψαριού είναι στρόγγυλο.

Βιολογία:

Η σφυρίδα είναι πρωτόγυνο ερμαφρόδιτο είδος, όπως ο ροφός. Ωριμάζει πρώτη φορά ως θηλυκό σε βάρος 2,2-3 kg. Αλλαγή φύλου συμβαίνει όταν το ψάρι φτάνει κοντά στα 9 kg όμως έχουν βρεθεί και αρσενικά λιγότερων kg (στα νερά της Τυνησίας). Σε βάρος των 3 kg και σε μήκος περίπου 50-60cm τα ψάρια παράγουν περίπου 1.000.000 ωάρια ενώ όσο μεγαλώνουν τόσο μεγαλώνει και ο αριθμός των παραγόμενων ωαρίων. Μπορεί να φτάσει να παράγει και πάνω από 12.000.000 ωάρια ένα ψάρι όταν έχει μήκος περίπου 87cm και βάρος 12.6kg. Εντούτοις, τα ωάρια κατά τη γονιμοποίηση, η οποία είναι εξωτερική, δεν γονιμοποιούνται όλα οπότε τα αυγά που προκύπτουν είναι λιγότερα. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι το καλοκαίρι.

Μέγιστο μήκος:

120 cm

Μέγιστο βάρος:

25.00 kg

Που το βρίσκουμε:

Προτιμά να σχηματίζει θαλάμια σε σημεία με αμμώδη ή λασπώδη σύσταση, συνήθως σε πλάκες και μεγάλους βράχους που έχουν στη βάση τους άμμο και ποσειδωνία. Το χειμώνα πλησιάζει σε πιο ρηχά νερά, αλλά κατά κανόνα το καλοκαίρι βρίσκεται σε βαθειά νερά. Σχηματίζει επίσης και κοπάδια. Τρέφεται με ψάρια (58%), κεφαλόποδα (10%) και καβούρια (10%). Βασίζεται στην όραση για τη σύλληψη της τροφής της. Μπορεί να βρεθεί σε βάθος μέχρι 200 m.                                                       
ΓΑΥΡΟΣ
Ο Γαύρος ή γάβρος (Engraulis encrasicolus) είναι ψάρι, γνωστό ήδη από την αρχαιότητα. Επίσης είναι γνωστό και με το όνομα αντζούγια ή και χαψί.


Μήκος: Το μήκος του γαύρου φθάνει μέχρι τα 20 εκατοστά.

Χρώμα: Η ράχη και τα πλευρά του είναι πρασινογάλαζα, ενώ η κοιλιά του είναι λευκή προς το ασημί και γυαλιστερή.

Μορφολογία: Το σώμα του είναι μακρόστενο και έχει μεγάλο στόμα.Το επάνω σαγόνι είναι μεγαλύτερο από το κάτω.

Βάρος: -/-

Περιοχές - Εποχή: Την Άνοιξη και το καλοκαίρι το ζει στον αφρό της θάλασσας. Τον Χειμώνα ζεί σε πιο βαθιά νερά.

Τρόποι ψαρέματος: Ψαρεύεται κυρίως από επαγγελματίες με μηχανότρατες και γρι γρι.                  
ΛΥΘΡΙΝΙ
                                     
ΤΣΙΠΟΥΡΑ
                             
ΣΑΡΓΟΣ
                              
ΧΤΑΠΟΔΙ
                             
ΚΟΥΤΣΟΜΟΥΡΑ
                              
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙ
                              
ΠΑΛΑΜΙΔΑ
                              
ΣΠΑΡΟΣ

Nular seabream - Σπάρος (Diplodus annularis)
Ο σπάρος: Απ΄ τα πρώτα ψάρια του ερασιτέχνη ψαρά. Βρίσκεται σχεδόν παντού. Ψαρεύεται με πεταχτάρι, καλάμι, καθετή, και σχεδόν όλα τα δολώματα. Ψαρεύεται με πετονιά και ψαροτούφεκο. Ο σπάρος έχει μέτριο μήκος και το πλάτος του είναι αρκετά μεγάλο. Ξεχωρίζει από τα άλλα ψάρια στο σχήμα και το μέγεθος αλλά και το χρώμα του είναι γκρι γυαλιστερό με μια μαύρη γραμμή δίπλα στο κεφάλι. Στο νησί υπάρχουν αρκετοί σπάροι στα ρηχά αλλά και τα βαθιά νερά.                                                                                                           
ΜΕΝΟΥΛΑ η ΜΕΛΑΙΝΑ
    
Η μένουλα ή μέλαινα όπως λέγεται στη Σαμοθρακίτικη διάλεκτο είναι ένα μικρό ψάρι που συγγενεύει με την τσέρουλα και την μαρίδα. Ζεί σε κοπάδια που φτάνουν τις πολλές εκατοντάδες άτομα. Τρέφεται με άλλα μικρά ψαράκια και οστρακοειδή. Η επιστημονική της ονομασία είναι μαίνη η κοινή. Το χρώμα της είναι πρασινόμαυρο με χρυσές αναλαμπές στα πλευρά.Τον Μάρτιο και τον  Μάιο που είναι αυγωμένη είναι πολυ νοστιμη .Τον αλλο καιρο το κρεας της ειναι ανοστο                                                                           
ΣΤΕΙΡΑ

Η Στείρα ή Στήρα (Epinephelus costae) είναι ψάρι της οικογένειας των Σερρανίδων.


Μορφολογία: Το σώμα της στήρας είναι πιο μικρό από αυτό του ροφού και του βλάχου, αλλά και περισσότερο στενόμακρο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα δύο. Η στήρα, σε αντίθεση με το ροφό, δεν έχει κυνόδοντες και το κάτω σαγόνι της εξέχει αρκετά.

Μήκος: Το μήκος της φτάνει μέχρι και τα 140 εκατοστά

Βάρος: Το βάρος της τα 7 κιλά αλλά στα νερά μας σπάνια ξεπερνά τα 5 κιλά.

Χρώμα: Έχει καστανή ράχη και σκούρα απόχρωση. Έχει σχεδόν ίδια μορφή στις περισσότερο γέρικες, ενώ στις νεαρότερες έχει και 5-6 σκούρες παράλληλες γραμμές, οι οποίες ξεθωριάζουν όταν το ψάρι μεγαλώσει, αλλά παραμένουν ευδιάκριτες. Επίσης τα ενήλικα έχουν και χρυσή κηλίδα πίσω και πάνω από το βραγχιακό κάλυμμα.

Περιοχές - Εποχή: Ζει μέσα σε τρύπες και σπηλιές σε ξέρες και τραγάνες. Μπορούμε να την βρούμε κοντά στην ακτή αλλά και σε μεγάλα βάθη μέχρι και 100 μέτρα.

Τρόποι ψαρέματος: Ψαρεύεται με καλάμι, παραγάδι, συρτή βυθού και ψαροντούφεκο. Έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στα ζωντανά δολώματα παρ' όλα αυτά επειδή είναι λαίμαργο ψάρι δεν θα διστάσει να χτυπήσει σε ότι δόλωμα και να χρησιμοποιήσετε.                                                                                                              
ΡΟΦΟΣ
                        
ΧΕΛΙ
Τα χέλια είναι ψάρια της τάξης Εγχελυόμορφα (Anguilliformes). Η τάξη περιλαμβάνει 20 οικογένειες, 111 γένη και 800 είδη. Τα περισσότερα χέλια είναι αρπακτικά ψάρια. Ο όρος χέλι χρησιμοποιείται και για άλλα είδη που δεν είναι μέλη της τάξης, όπως για παράδειγμα το ηλεκτροφόρο χέλι. Έχουν επίμηκες σώμα, σαν φίδι, με μήκος από 5 εκατοστά μέχρι 4 μέτρα. Τα χέλια δεν έχουν πυελικά πτερύγια, ενώ αρκετά είδη δεν έχουν και θωρακικά πτερύγια. Τα ραχιαία και πρωκτικά πτερύγια έχουν ενωθεί και σχηματίζουν μια ενιαία κορδέλα κατά μήκος μεγάλου μέρους του σώματός τους.
Τα περισσότερα χέλια ζουν στον ωκεανό, σε ρηχά κυρίως νερά, χωμένα στην άμμο, τη λάσπη ή ανάμεσα σε βράχια. Τα περισσότερα χέλια επίσης είναι νυκτόβια και σπάνια παρατηρούνται. Βέβαια, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, μέλη της οικογένειας Anguillidae συχνά ζουν σε γλυκά ύδατα, όπως για παράδειγμα το ευρωπαϊκό χέλι, το οποίο ζει σε ποτάμια μέχρι να είναι έτοιμα να αναπαραχθούν, οπότε και μεταναστεύουν στη θάλασσα των Σαργασσών και δε γυρνούν ποτέ. Τα μικρά χέλια φτάνουν στη Ευρώπη με το ρεύμα του Κόλπου. Επίσης, χέλια έχουν παρατηρηθεί σε βάθος 4 χιλιομέτρων.

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Επιλογή πετονιάς και αγκιστριών

Στην τεχνική με μολύβι-φύλακα το παράμαλλο που χρησιμοποιούμε συντελεί ουσιαστικά στο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από το να καταφέρουμε να κάνουμε δελεαστικό το δόλωμά μας στα ψάρια. Αυτό που μεσολαβεί από το νήμα (μάνα) στο δόλωμα είναι το παράμαλλο.                                                                      

Αρκετές συζητήσεις έχουν γίνει για το αν αναγκαστικά πρέπει να χρησιμοποιούμε αόρατες (fluorocarbon) πετονιές ή αν είναι κατάλληλες και οι κοινές.
Για τις αόρατες πετονιές υπάρχει ένα θέμα που οι ψαράδες πρέπει να το γνωρίζουν για να επιλέξουν. Υπάρχουν οι 100% fluorocarbon και εκείνες που είναι επικαλυμμένες με fluorocarbon. Μην παραξενευτείτε αν δείτε μεγάλες διαφορές στην τιμή μεταξύ αόρατων πετονιών. Οι 100% αόρατες δεν είναι φτηνές. Αν ψαρεύουμε σε ρηχά καθαρά νερά έως τα 60 μέτρα, η χρήση αόρατης πετονιάς επιβάλλεται. Για τα πιο βαθιά νερά ίσως να μην είναι και τόσο αναγκαία. Λόγω του ότι στον φύλακα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ψάρια ψαρεύουμε και ακόμη και αν επιλέξουμε περιοχή που ξέρουμε τι είδος ψαριών έχει, μπορεί τελικά να πιάσουμε κάτι άλλο. Θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά το αν θα κάνουμε οικονομία στο παράμαλλο ή αν θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε κάνει το καλύτερο και μετά δεν θα μας βασανίζουν σκέψεις για το τι έφταιξε που δεν χτύπησαν τα ψάρια. Τα ψάρια είναι καχύποπτα, μερικά ίσως περισσότερο. Γι' αυτά η παραμικρή λεπτομέρεια για το αν θα χτυπήσουν στο δόλωμά μας είναι σημαντική. Από τη στιγμή που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά πόσο είναι καχύποπτα τα ψάρια, καλό είναι να χρησιμοποιούμε αόρατες πετονιές.
Το μήκος του παράμαλλου εξαρτάται από την εμπειρία που έχουμε και τη μορφολογία του βυθού όπου ψαρεύουμε. Τα κοντά σε μήκος παράμαλλα (6-10 μέτρα) είναι εύκολα στο να τα χειριστούμε σε δύσκολους βυθούς με ανεβοκατεβάσματα και πολλά πιασίματα (ντεματα). Τα πιο μακριά σε μήκος (10-20 μέτρα) ξεγελούν ακόμη και τα πιο καχύποπτα ψάρια. Μια ενδιάμεση λύση για την επιλογή μας στο μήκος του παράμαλλου θα ήταν η καλύτερη. 12 με 17 μέτρα είναι το καλύτερο σε μήκος παράμαλλο. Το παράμαλλο από τη μια πλευρά δένεται στο στριφτάρι που είναι δεμένο στην άκρη του νήματος ή με κόμπο μεταξύ νήματος και παράμαλλου. Στο σημείο της ένωσης νήματος-παράμαλλου κρεμιέται και το μολύβι που θα κατεβάσει την αρματωσιά μας στον βυθό. Στην άλλη άκρη του παράμαλλου θα κάνουμε το διπλάρωμα της πετονιάς και θα την αρματώσουμε με αγκίστρια.                                                                                                                                               
Η διάμετρος της πετονιάς αν διπλαρώνουμε στο τέλος μπορεί να είναι από 0.60 μ.μ. έως 0.65. Στην περίπτωση που δεν διπλαρώνουμε και δένουμε τα αγκίστρια σε μονή πετονιά, η διάμετρος μπορεί να είναι από 0.65 έως 0.80. Το παράμαλλο και γενικότερα όλους τους κόμπους πρέπει κάθε φορά να τα τσεκάρουμε για να διαπιστώνουμε ότι είναι σε καλή κατάσταση. Ειδικά ύστερα από κάθε ανέβασμα ψαριού πρέπει να γίνεται έλεγχος. Αλλάζουμε παράμαλλο κάθε δύο με τρία ψάρια που πιάνουμε. Αν το ψάρι είναι δυνατό, με τη μάχη που δίνει η πετονιά δέχεται φορτίο με αποτέλεσμα να εξαντλείται η ελαστικότητά της και να μικραίνει η διάμετρος. Δύσκολο σημείο για να ελέγξουμε, αλλά και το πιο σημαντικό, είναι το σημείο που η πετονιά βγαίνει μέσα από τον κόμπο. Εκεί δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν το έχετε παρατηρήσει, είναι και το σημείο που τις περισσότερες φορές κόβεται η πετονιά. Οταν κάνουμε έλεγχο στο παράμαλλο, θα πρέπει να γίνεται σε όλο το μήκος. Ορισμένες φορές η πετονιά έρχεται σε επαφή με βράχια, με αποτέλεσμα να φθείρεται και μετά να κόβεται εύκολα. Για τη συντήρηση της πετονιάς και του νήματος, ύστερα από κάθε χρήση μπορείτε να τα ξεπλένετε με γλυκό νερό. Επίσης καλό είναι να μην αφήνετε το καλάμι, το νήμα και την πετονιά εκτεθειμένα στην ηλιακή ακτινοβολία
Για το μήκος του παράμαλλου που κρεμάμε το μολύβι υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές που επιλέγουμε ανάλογα. Η μία είναι όταν έχουμε να δολώσουμε νωπά και η άλλη όταν έχουμε να δολώσουμε ζωντανά δολώματα. Στα ζωντανά μπορούμε να βάλουμε πιο κοντό παράμαλλο, γιατί έχουν τη δυνατότητα από μόνα τους να ρυθμίσουν το ύψος που θα κινηθούν. Το μήκος παράμαλλου για τα ζωντανά είναι από 60 έως 120 εκατοστά. Για τα νωπά από 120 έως 250 εκατοστά. Οσοι ξεκινούν τώρα την τεχνική, καλό είναι να χρησιμοποιούν πιο μακρύ παράμαλλο έως ότου μάθουν να μετράνε καλά (2-2.5 μέτρα).                                                                                                                     
Αγκίστρια
Δύσκολο και πολύπλοκο το θέμα της επιλογής αγκιστριών. Οι εταιρείες φροντίζουν να το κάνουν ακόμη πιο δύσκολο. Με τα νούμερα που αντιπροσωπεύουν το μέγεθος των αγκιστριών γενικότερα υπάρχει σύγχυση στην αγορά. 3/0- 4/0- 5/0- 6/0- 7/0- 8/0- 9/0- 10-0, αυτά τα μεγέθη είναι κατάλληλα για το ψάρεμα με μολύβι-φύλακα. Ανάλογα το δόλωμα και το μέγεθός του, επιλέγουμε ποια θα χρησιμοποιήσουμε. Για καλαμάρι και σουπιά χρησιμοποιούμε 2 αγκίστρια, ένα συρόμενο και ένα σταθερό. Τα δύο αυτά δολώματα μπαίνουν ανάποδα. Δηλαδή η ουρά τους κοιτάζει προς την αρματωσιά μας. Το συρόμενο αγκίστρι μπαίνει στην ουρά και το σταθερό στο κεφάλι. Για το συρόμενο, ανάλογα το μέγεθος του δολώματος, επιλέγουμε αγκίστρια σε μέγεθος από 3/0 έως 5/0 και για το σταθερό από 5/0 έως 10/0.
Μη σας τρομάζει το μέγεθος του αγκιστριού. Για τα ψάρια που ζητάμε και το μέγεθος του στόματός τους τα αγκίστρια αυτά δεν είναι μεγάλα. Τα υπόλοιπα ζωντανά δολώματα που είναι κυρίως ζαργάνα, μελανούρι, γόπα, κέφαλος, σκαρμός κ.ά. το κεφάλι όταν δολώνουμε κοιτάζει προς την αρματωσιά μας. Το συρόμενο αγκίστρι το περνάμε στα χείλια του ψαριού (και τα δύο) και το σταθερό το πιάνουμε επιδερμικά ή με λαστιχάκι ή ελαστικό νήμα στο σημείο που ενώνει η ουρά με το σώμα. Αν τα ψάρια είναι μικρά (περίπου 15 εκατοστά), βάζουμε ένα μόνο αγκίστρι στα χείλια. Για τα μεγαλύτερα σε μήκος ψάρια βάζουμε 2 αγκίστρια. Και για τα ψάρια η επιλογή σε μέγεθος αγκιστριού γίνεται ανάλογα το μήκος τους. Μπορούμε να αρματώσουμε με 3 αγκίστρια. Δύο συρόμενα και ένα σταθερό.
Λόγω του ότι είναι δύσκολο να περιγράψουμε με λόγια ή με σκίτσα το πώς κάνουμε τους κόμπους, το πώς διπλαρώνουμε την πετονιά και δένουμε τα συρόμενα αγκίστρια, θα κάνουμε παραπομπή σε βίντεο από το YouTube.  https://youtu.be/GdBAQm8k1BU                                                                    
Ψαρεύοντας με φύλακα
Αναλύσαμε τα του εξοπλισμού και το πώς επιλέγουμε τα "εργαλεία" που είναι κατάλληλα για την τεχνική. Αυτό που μένει είναι να ψαρέψουμε με αυτά.
Δεν είναι εύκολο να δολώσουμε ένα ζωντανό δόλωμα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να το σκοτώσουμε. Και για τα νωπά (καλαμάρι, σουπιά) χρειάζεται να γνωρίζουμε κάποια πράγματα. Καλό είναι να ξεκινήσουμε με νωπά δολώματα και πιο καλό με σουπιά.
Περνάμε το σταθερό αγκίστρι στο κεφάλι από την κάτω πλευρά και μετά ρυθμίζουμε ανάλογα το μέγεθος, το μήκος του συρόμενου.
Το συρόμενο μπαίνει στην ουρά και περνάει από κάτω προς τα πάνω. Φροντίζουμε όταν το καρφώνουμε να πιάσουμε και το κόκαλο μαζί. Αφήνουμε το δόλωμα στη θάλασσα και ξεκινάμε πορεία με 1 μίλι.
Κρατάμε για λίγη ώρα το δόλωμα και ελέγχουμε αν κινείται ίσια.
Δεν πρέπει να περιστρέφεται, ούτε να γυρίζει ανάποδα. Αν όλα πάνε καλά, περνάμε το καλάμι στα χέρια και αρχίζουμε να αφήνουμε πετονιά να φεύγει προς τα πίσω.                                                       
Μόλις φτάσουμε στο σημείο που η ένωση νήμα με πετονιά έχει περάσει έξω από τους οδηγούς του καλαμιού, σταματάμε για να κρεμάσουμε το μολύβι. Αν χρησιμοποιούμε στριφτάρι στην ένωση νήμα-πετονιά, το μολύβι το κρεμάμε από την πλευρά που είναι δεμένο το νήμα.
Αφήνουμε το μολύβι στη θάλασσα και αρχίζουμε πάλι να ελευθερώνουμε σιγά σιγά νήμα από τον μηχανισμό.
Ανάλογα το βάθος κάποια στιγμή το μολύβι θα ακουμπήσει στον βυθό. Πρέπει να προσέχουμε ώστε να αντιληφθούμε ότι το μολύβι ακούμπησε στον βυθό. Αμέσως μετά μαζεύουμε 2-3 περιστροφές στον μηχανισμό για να ανεβάσουμε το μολύβι προς τα πάνω.
Τώρα ψαρεύουμε φύλακα. Πρέπει να έχουμε σταθερή ταχύτητα γύρω στο 1 μίλι και να προσέχουμε ώστε το μολύβι μας να μην ακουμπάει στον βυθό. Σε συνεργασία με το βυθόμετρο ρυθμίζουμε το ύψος της αρματωσιάς ώστε να μην αφήσουμε το βαρίδι να χτυπήσει στον βυθό. Για ξεκίνημα και μέχρι να καταλάβετε πότε το βαρίδι χτυπάει στον βυθό, καλό είναι να χρησιμοποιείτε βαρύ μολύβι 500, 600, 700 γραμμάρια και να επιλέξετε ομαλούς βυθούς χωρίς πολλά ανεβοκατεβάσματα.
Για να δολώσετε νωπό καλαμάρι, τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα.
Τα αγκίστρια μπαίνουν στα ίδια σημεία με τη σουπιά αλλά υπάρχει ενδεχόμενο το καλαμάρι να περιστρέφεται ή να γυρίζει ανάποδα. Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι να κρεμάσουμε ένα μικρό βαρίδι τύπου ελιά στην κάτω πλευρά του καλαμαριού. Το πιάνουμε με σύρμα ή ραφτό με σακοράφα στην άκρη της φυσούνας στο κέντρο.                                                                                                     
Μπορούμε να το βάλουμε και στο εσωτερικό μέρος της φυσούνας. Οταν θα ρίχνουμε το καλαμάρι στη θάλασσα θα πρέπει να δείχνει σαν να κολυμπάει κανονικά.
Αυτό είναι και όλο το μυστικό στο σωστό ζύγισμα με το μολύβι.
Για να το καταφέρετε αυτό, θα πρέπει να κάνετε μερικές δοκιμές με νωπά καλαμάρια έως ότου να βρείτε τον σωστό τρόπο για να ζυγίζετε το νωπό καλαμάρι. Τα ζωντανά δολώματα δεν χρειάζονται ζύγισμα.
Ολο το μυστικό σε αυτή την τεχνική είναι να μάθετε να μετράτε σωστά τον βυθό με το μολύβι. Δεν είναι ανάγκη το μολύβι να είναι ελάχιστα πάνω από τον βυθό.
Ακόμη και σε απόσταση ενός μέτρου συν άλλα δύο περίπου μέτρα το παράμαλλο του μολυβιού (συνολικά 3 μέτρα) τα ψάρια, αν υπάρχουν και τρώνε, θα τιμήσουν το δόλωμά σας. Το ότι θα χάσετε μολύβια και θα μπλέξετε το παράμαλλο σε σκαλώματα είναι μέσα στο παιχνίδι.
Ακόμη και οι έμπειροι χειριστές της τεχνικής αντιμετωπίζουν κάποιες φορές τέτοια προβλήματα.
Κυρίως σε δύσκολους βυθούς.                                                                                                                 
Ξεκινήστε με νωπά δολώματα έως ότου καταλάβετε τι γίνεται. Μετά όλα είναι πιο εύκολα. Αν έχετε τις απαραίτητες γνώσεις να διαβάζετε καλά το βυθόμετρο, τότε θα βλέπετε και τα ψάρια, αλλά θα μπορείτε να ρυθμίσετε πιο εύκολα και το βάθος που βρίσκεται η αρματωσιά σας ώστε να προλάβετε τα πλεξίματα και την απώλεια δολωμάτων, αγκιστριών και παράμαλλων.
Είναι ψάρεμα αποδοτικό, αλλά χρειάζεται υπομονή και αρκετές δόκιμες έως ότου καταφέρετε να πείτε ότι κατακτήσατε την τεχνική.
Χρειάζονται αρκετές προϋποθέσεις για να μπορεί να πει κάποιος ότι ψαρεύει με απαιτήσεις.              
Ζωντανά δολώματα
Τρόπος για να κρατιούνται για ώρες ζωντανά τα δολώματα. Εξειδικευμένοι κόμποι. Πολύ καλή γνώση του βυθόμετρου.
Περιοχές που κρατάνε ψάρια κ.ά.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται δύσκολα.
Οποιος ασχοληθεί μπορεί αρχικά να απογοητευτεί. Ισως και να μην του αρέσει η τεχνική αυτή, να μην ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του. Είναι όμως μια πολύ καλή τεχνική που σε όσους την κατέχουν χαρίζει συγκινήσεις.                                                                                                                                 
Ακόμη και το πώς θα καρφώσει ο ψαράς το ψάρι που χτυπάει στο δόλωμά του είναι τέχνη. Οι έμπειροι έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν από το χτύπημα και το πώς αντιδρά το ψάρι μετά το κάρφωμα στα αγκίστρια τους τι ψάρι είναι.
Σχεδόν σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν θιασώτες της τεχνικής. Ακόμη και στους πολύ ψαρεμένους τόπους η τεχνική αυτή αποδίδει.
Για την επιλογή του τόπου και τα κατάλληλα μέρη για φύλακα δεν μπορούμε να πούμε και πολλά πράγματα.
Τα ψάρια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.
Σε αυτά που μεταναστεύουν και σε αυτά που κατοικούν μόνιμα σε μια περιοχή.
Τα μονόπετρα, οι αποχες και τα σημεία που συγκεντρώνουν κοπάδια από μικρά ψάρια είναι πολύ πιθανά σημεία για να ψάξουμε για ψάρια. Κλείνοντας με την τεχνική αυτή θα ήθελα να αναφέρω το σημαντικότερο απ' όλα.
Ο ψαράς είναι διαχειριστής. Τα ψάρια δεν είναι ατελείωτα. Για να έχουμε πάντα, θα πρέπει ανάλογα να κάνουμε και σωστή διαχείριση.
Ολοι έχουμε τους τόπους που ψαρεύουμε. Υποχρέωσή μας είναι να τους προστατεύουμε.
Για να έχουμε πάντα ψάρια, χρειάζεται το μυαλό να λειτουργεί πάνω από τον ενθουσιασμό και την απληστία.
Καμία τεχνική ψαρέματος δεν γίνεται να μαθευτεί μέσα από σχετικά κείμενα ή γραφτά. Για να είναι σε θέση κάποιος να πει ότι έχει μάθει μια τεχνική ψαρέματος, θα πρέπει να έχει εμπειρίες. Οι εμπειρίες έρχονται με την τριβή, με τις δοκιμές και τις ώρες που αφιερώνουμε για να πειραματιζόμαστε και να επιχειρούμε. Η σειρά των άρθρων αυτών δεν είναι τίποτα περισσότερο από μερικές βασικές αρχές για την τεχνική. Αποτελούν τον μπούσουλα ή αν θέλετε το κίνητρο για να γίνει μια αρχή.Υπομονή, επιμονή και καλή δύναμη στην προσπάθειά σας. Για τους ερασιτέχνες ψαράδες όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την επαφή που έχουμε με τη γαλανή.
Kείμενο - Φωτογραφίες Kώστας Σοφοκλέους                                                                                         




Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Στον βυθό για στείρες & σφυρίδες

Από την εποχή των παππούδων μας μέχρι σήμερα, έχουν ανακαλυφθεί νέοι τρόποι ψαρέματος στον βυθό, όπως το jigging ή ο φύλακας.                                                   

Ο τρόπος του παππού όμως με τον οποίο πιάσαμε την πρώτη μας σφυρίδα παραμένει αγαπημένος και πάντα αποδοτικός... με κάποιες ελάχιστες ίσως προσαρμογές και διαφοροποιήσεις.
Ενθυμούμενοι αυτοσχέδιους μηχανισμούς με ζάντες από μηχανάκι γύρω από τις οποίες τύλιγαν μάνα και βαρίδια, μανιβέλα, με ιμάντα για να μπορούν να τυλίγουν και να ξετυλίγουν φαντάζουν μακρινές πατέντες...
Σε άλλη περίπτωση πετονιά με τα βαρίδια έριχναν σε ένα μεγάλο πανέρι όπως το παραγάδι. Οταν η συρτή έπεφτε στη θάλασσα ο ψαράς την κράταγε με τα χέρια περνώντας τη από τον ώμο, ενώ αυτή έφευγε προς τα πίσω, έτσι μόλις το ψάρι τσιμπούσε ένιωθες το τράνταγμα παντού.
Στις μέρες μας τα βαρίδια και η μάνα είναι τυλιγμένα σε καρούλι προσαρμοσμένο σε ηλεκτρικό μηχανισμό ο οποίος διαθέτει φρένα για τις κόντρες των ψαριών, βολτόμετρο και αμπερόμετρο για την ένδειξη τάσης και έντασης του ρεύματος που καταναλώνει ανά πάσα στιγμή το μοτέρ της συσκευής, βάση στήριξης κλπ.
Στη μορφή αυτή μπορούμε να προμηθευτούμε από την αγορά διάφορους τύπους συστήματος πατωτής συρτής εστιάζοντας σε κάποιους που διαθέτουν βαρίδια τα οποία προσοχή μπορούμε να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε, χωρίς να χρειάζεται να κόψουμε τη μάνα ή να κάνουμε κόμπους, γιατί πωλούνται και τέτοιου είδους προϊόντα..                                                                                     
Η κατασκευή
Μπορούμε ακόμη να αγοράσουμε μόνο τον ηλεκτρικό μηχανισμό με την καρούλα και να προσαρμόσουμε τη δική μας μάνα και βαρίδια, ή σε άλλη περίπτωση να ρίξουμε απλώς τη μάνα με τα βαρίδια σε πανέρι ή μεγάλη λεκάνη. Αν όμως πιαστεί η συναγρίδα ή το φαγκρί και μας κάνει κεφάλια χρειαζόμαστε δύναμη και κυρίως τεχνική για να το φέρουμε στη βάρκα. Εκτός αν πρόκειται για στείρα ή σφυρίδα όπου τα πρώτα 10 μέτρα είναι τα δύσκολα, μετά το ψάρι έρχεται εύκολα.
Με ταχύτητα 3 μιλίων κάθε βαρίδι 150 γραμμαρίων κατεβάζει τη συρτή μας περίπου δυο μέτρα, αυτό σημαίνει ότι στο νήμα ή στη μάνα που θα χρησιμοποιήσουμε, κάθε 5 οργιές θα πρέπει να προσαρμόζουμε ένα βαρίδι 150 γραμμαρίων. Αν θα είναι σπιράλ ή συρόμενο κι εμείς θα κάνουμε κόμπους με χάντρες εμπρός ... πίσω για να το συγκρατήσουμε είναι θέμα προσωπικής επιλογής.
Ανάλογα σε τι βάθος θέλουμε να κατεβάσουμε τη συρτή μας υπολογίζουμε το πόσα βαρίδια χρειαζόμαστε να προσαρμόσουμε στη μάνα. Αν για παράδειγμα ο βυθός που ψαρεύουμε είναι 20 μέτρα και το ψαράκι μας πρέπει να κινείται 2 έως 3 μέτρα πάνω από τον πυθμένα, υπολογίζουμε 20 ... 3 = 17. Άρα χρειαζόμαστε 6 βαρίδια των 150 γραμμαρίων για να κατέβει η συρτή μας κατά προσέγγιση 18 μέτρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο υπολογίζουμε και για μεγαλύτερα βάθη. Προσοχή στη βύθιση που θα έχει και το ψαράκι μας, κάτι που αναφέρεται στα τεχνικά χαρακτηριστικά που αναγράφονται στη συσκευασία του, γιατί πρέπει και αυτό να συμπεριληφθεί στον υπολογισμό του βάθους.                                                                                                                                                     
Πώς θα κάνουμε συρτή βυθού
Με όλα τα σκάφη σχεδόν μπορεί κανείς να κάνει συρτή βυθού εκτός από αυτά των 10 μέτρων και άνω, γιατί είναι δύσχρηστα όσον αφορά την ταχύτητα και τους ελιγμούς. Μόλις το ψάρι τσιμπήσει δεν κόβουμε σε καμία περίπτωση την ταχύτητα της βάρκας. Εάν προβούμε σε μια τέτοια ενέργεια θα του δώσουμε την ευκαιρία να πάρει τα μπόσικα της πετονιάς και να τρέξει να βραχώσει ή να μπερδέψει την πετονιά στα βράχια. Συνεχίζοντας την πλεύση πατάμε τον διακόπτη και ο μηχανισμός αρχίζει το μάζεμα της πετονιάς εξασκώντας συνέχεια πίεση στο ψάρι, ενώ στις κόντρες του λειτουργούν τα φρένα που ρυθμίζουμε ανάλογα. Όταν βεβαιωθούμε ότι έχουμε πάρει αρκετά μέτρα πετονιάς έτσι ώστε να μην μπορεί το ψάρι να κατέβει στον βυθό, τότε κάνουμε κράτη, μαζεύουμε την υπόλοιπη πετονιά, αποχιάζουμε ή κοτσάρουμε με τον γάντζο το ψάρι και το φέρνουμε στη βάρκα.                                                                                                                                                      
Χρειαζόμαστε βέβαια κατάλληλο κινητήρα. Εάν η βάρκα μας διαθέτει εσωλέμβιο πετρελαιοκίνητο κινητήρα έχει καλώς, μιας και αυτές οι μηχανές έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν με μικρές ταχύτητες, πράγμα απαραίτητο για τη συρτή. Βασική όμως προϋπόθεση είναι να έχουν κράτει, πρόσω και ανάποδα. Στην περίπτωση που διαθέτουμε ταχύπλοο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον βοηθητικό κινητήρα ώστε το σκάφος μας να κινείται σε χαμηλή ταχύτητα της τάξεως των 2,5 ... 3 μιλίων το ανώτερο. Για τη βαθιά συρτή χρειαζόμαστε τον κατάλληλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό με το βυθόμετρο να είναι η πρώτη μας επιλογή διότι χωρίς αυτό είναι αδύνατο να ξέρουμε το βάθος, τις ξέρες, τα μονόπετρα και γενικά το βάθος και τη μορφολογία του βυθού.
Στην αγορά υπάρχουν δεκάδες τύποι βυθομέτρων που ικανοποιούν τις ανάγκες μας, βυθόμετρα με ασπρόμαυρη ή με έγχρωμη απεικόνιση, μονής ή διπλής δέσμης, φθηνότερα και ακριβότερα. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε ένα μεγάλο ψυγείο πάγου για τη διατήρηση των αλιευμάτων και όχι μόνο, διότι εκεί θα παγώνουν ακόμη οι μπύρες και τα αναψυκτικά που θα καταναλώσουμε κατά τη διάρκεια της συρτής η οποία συνήθως ξεκινά το πρωί και ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα. Η απόχη που πρέπει να διαθέτει το σκάφος μας επιβάλλεται να είναι πολύ μεγάλη για ευνόητους λόγους, ενώ απαραίτητος είναι και ο γάντζος πού πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται κοντά μας ώστε να φέρουμε το ψάρι από τη θάλασσα μέσα στο σκάφος.                                                                       
Υπομονή χωρίς όρια
Η πατωτή συρτή εκτός των άλλων χρειάζεται πολύ υπομονή. Μπορεί το ψάρι να το πάρεις αμέσως, μπορεί και μετά από 5 ή 6 ώρες. Έχει τύχει να ψαρεύουμε από το πρωί και το ψάρι να τσιμπήσει απόγευμα Tο συγκεκριμένο ψάρεμα ξεκίνησε κατά τις 09.00 το πρωί, ενώ το ψάρι τσίμπησε μεσημέρι λίγο μετά τη 1.30. Είμαστε τυχεροί, διότι δεν πρέπει να κρύψουμε το ότι πολλές φορές γυρίζουμε άπρακτοι ψαρεύοντας στους ίδιους τόπους, με τον ίδιο τρόπο και με τα ίδια δολώματα χωρίς αποτέλεσμα... Στο ψάρεμα άλλωστε γενικότερα ... εκτός του βυθομέτρου - βασικός είναι ο παράγων «τύχη» !                                                                                                                                      
Σφυριδόπιτα νησιώτικη
Η Σφυριδόπιτα είναι ένα εξαιρετικό έδεσμα που δοκιμάσαμε στην Κεφαλονιά και αξίζει να «θυσιάσουμε» μια σφυρίδα... Τα υλικά που χρειαζόμαστε για τη γέμιση και το φύλο είναι τα εξής:
Για τη γέμιση
1 κιλό σφυρίδα ή στείρα
2 φλιτζάνια ρύζι γλασέ
2 αυγά
4 κουταλιές πελτέ διαλυμένες σε 2 φλιτζάνια νερό
2 φλιτζάνια ελαιόλαδο
6-7 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένες
3 κουταλιές σούπας δυόσμο
3 κουταλιές σούπας μαϊντανό
Ελαιόλαδο
Πιπέρι
Κανέλα
Μαντζουράνα
Για το φύλλο
½ κιλό αλεύρι
½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
1 ποτήρι κρασί λευκό
λίγο χλιαρό νερό και αλάτι
Εκτέλεση
Βράζουμε το ψάρι, το αφήνουμε να κρυώσει και το ξεψαχνίζουμε προσέχοντας να μην μείνουν κόκαλα. Σε μια λεκάνη αναμιγνύουμε το ψάρι, τον μαϊντανό, τον δυόσμο, το σκόρδο, το ελαιόλαδο, το ρύζι, την κανέλα, το πιπέρι και ανακατεύουμε καλά. Τέλος προσθέτουμε τα δύο φλιτζάνια με τον πελτέ και τα αυγά χτυπημένα. Αφήνουμε τη γέμιση στην άκρη και φτιάχνουμε παραδοσιακό κεφαλλονίτικο φύλλο ως εξής: σε μία λεκάνη βάζουμε όλα τα υλικά για το φύλλο και ζυμώνουμε μέχρι να γίνουν μια μαλακή ζύμη. Αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο νερό ακόμη. Κόβουμε το ζυμάρι στα δύο και ανοίγουμε με τον πλάστη το φύλλο πάνω σε αλευρωμένη επιφάνεια. Λαδώνουμε το ταψί μας, στρώνουμε το ένα φύλλο, αδειάζουμε τη γέμιση και σκεπάζουμε με το δεύτερο φύλλο. Γυρίζουμε τις άκρες προς τα μέσα. Ραντίζουμε με νερό και ψήνουμε στους 180° C για 45- 55 λεπτά. Αφήνουμε να έρθει η πίτα σε θερμοκρασία δωματίου και σερβίρουμε.
Δοκιμάστε τη συνοδεύοντας με δροσερό λευκό κρασί.
Kείμενο - Φωτογραφίες Νίκος Λυμπερόπουλος

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Τα ψαρια και η εποχες τους μηνας "ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ "


Κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο… λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία. Η εποχικότητα κάθε τροφής τείνει να αλλοιωθεί με την εντατική καλλιέργεια ανεξαρτήτως εποχής, καθώς η ζήτηση για όλες τις τροφές όλες τις εποχές του έτους ολοένα αυξάνεται. Τα ψάρια, ως βασικό τρόφιμο σε μία ισορροπημένη διατροφή πρέπει να καταναλώνεται σε συγκεκριμένη εποχή, ώστε να προσλαμβάνουμε τη μέγιστη θρεπτική αξία, αλλά παράλληλα να προστατεύουμε και το περιβάλλον. ΜΗΝΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ                                                                
ΤΣΙΠΟΥΡΑ
Το ψάρεμα της τσιπούρας από την ακτή είναι πολύ διαδεδομένο, κυρίως κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου όπου και έρχετε σε πιο ρηχά νερά. Είτε ψαρεύουμε με καλάμι είτε με καρούλι, το μυστικό για τη τσιπούρα είναι η αποκωδικοποίηση της τσιμπιάς!                                                                                                      
Η μεγάλη αναμονή που μας έχει αναγκάσει να υποστούμε δε πρέπει να αποδειχτεί παράγοντας βιασύνης τη κρίσιμη στιγμή του καρφώματος. Η τσιπούρα συνήθως δε καταπίνει το δόλωμα απευθείας. Θα το πάρει στο στόμα θα το δαγκώσει ή μπορεί και να παίξει λίγο μαζί του και θα το τραβήξει για να το φάει λίγο παρακάτω. Γιατί πολύ απλά μιλάμε για ένα από τα πιο επιφυλακτικά ψάρια του βυθού.Οι αρματωσίες μας πρέπει επομένως να είναι όσο το δυνατόν πιο απλές και διακριτικές. Προτείνεται η μονάγκιστρη συρόμενη αρματωσιά της φωτογραφίας όπου το παράμαλλο έχει μήκος από 1 - 2 μέτρα. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της αρματωσιάς είναι ότι, σε συνδυασμό με το άνοιγμα των φρένων του καλαμιού, δίνει τη δυνατότητα στο ψάρι να παίξει με το δόλωμα χωρίς να πονηρευτεί. Η διάμετρος της πετονιάς μπορεί να είναι 0,3 - 0,35 mm.  
ΣΑΡΓΟΣ


Ο σαργός τρώει με όρεξη όταν, στο σημείο που θα επιλέξουμε να τον ψαρέψουμε επικρατεί έντονη Θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα τα νερά να έχουν πάρει πράσινο χρώμα από γαλανό που είναι σε ήρεμη κατάσταση. Επίσης, στο πέσιμο του καιρού όταν τα νερά είναι ακόμα θολωμένα. Πάντα ο καιρός να είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας είναι βασική προϋπόθεση των παραπάνω. Ο λόγος είναι απλός για τους σαργούς, διότι υπάρχει πολύ τροφή στα έντονα οξυγονωμένα νερά της φουρτούνας, η οποία έχει ξεθαφτεί από τον καιρό, άρα υπάρχει στρωμένο τραπέζι για να φάνε. Ακόμα στην θολούρα δεν βλέπει την παγίδα της δολωμένης αρματωσιάς μας.  Λινκ:https://psarema.net/to-psarema-tou-sargou/                                                                                     

ΚΟΥΤΣΟΜΟΥΡΑ
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ Το επιστημονικό της όνομα είναι μούλλος ο γενειοφόρος. Κάποιοι την αποκαλούν και λασπομπάρμπουνο επειδή μοιάζει με το μπαρμπούνι και ζει σε λασπώδεις βυθούς.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Έχει μεγάλο κεφάλι και τα μάτια της είναι στην κορυφή του.Το στόμα της είναι μικρό.Κάτω από το στόμα έχει κι αυτή 2 μουστάκια.Το χρώμα της είναι ρόδινο - κοκκινωπό στη ράχη.Ασημένιο στα πλευρά και λευκό στη κοιλιά.Τέλος κατά μήκος του σώματός της έχει ελαφριές χρυσοκίτρινες ραβδώσεις.
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΟΧΗ Ζει σε μεγάλα βάθη έως και 300 μέτρα σε λασπώδεις ή αμμώδεις βυθούς.                                                                                                                                                      
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙ
Μετά τη γονιμοποίησή τους, κατά τη διάρκεια της άνοιξης, τα θηλυκά μπαρμπούνια πάνε σε πιο βαθιά νερά για να γεννήσουν τα αυγά τους. Όπως λένε στην «ΥΧ» ερασιτέχνες αλιείς, «καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, το μπαρμπούνι εξασθενεί χάνοντας τόσο το χρώμα του όσο και την γεύση του. Ο γόνος του μπαρμπουνιού εμφανίζεται τον Οκτώμβριο και από τον Νοέμβριο και μετά είναι η καλύτερη περίοδος για την αλίευση του».
Τα μπαρμπούνια απαντώνται σε πολλές περιοχές του πλανήτη, προτιμούν τις εύκρατες θάλασσες, ενώ τους αρέσει να «κολυμπούν» από τα 3 έως τα 100 μέτρα βάθος. Κατά γενική ομολογία, τα μπαρμπούνια του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου θεωρούνται πιο εύγευστα από αυτά της δυτικής και ανώτερα από αυτά του Ατλαντικού. Όπως μας λένε ερασιτέχνες ψαράδες, «υπάρχουν μπαρμπούνια που ζουν σε βραχώδεις βυθούς και ξέρες, τα λεγόμενα πετρομπάρμπουνα, με εξαιρετική γεύση, αλλά και αυτά που κατοικούν σε αμμώδεις βυθούς, φυκιάδες και λασπώδη νερά, τα λασπομπάρμπουνα».                                                                                                                            

Τρόποι ψαρέματος

Τα μπαρμπούνια, συνήθως, κινούνται σε μικρά κοπάδια και είναι άφθονα στα νερά της χώρας μας. Ερασιτεχνικά αλιεύονται, κυρίως, με παραγάδι τις βραδινές ώρες, συρτή βυθού αλλά και από στεριάς με καλάμι.
Παραγάδι
Το παραγάδι αποτελεί μία μέθοδο ψαρέματος που –κατά κύριο λόγο– δίνει μία ποικιλία ψαριών (τσιπούρες, σαργούς, φαγκριά, μπαρμπούνια κ.α.), ανάλογα με την ώρα που το «ρίχνεις» στη θάλασσα. Για το μπαρμπούνι οι πλέον κατάλληλες ώρες είναι οι βραδινές όπου «τσιμπάει» περισσότερο. To παραγάδι θα πρέπει να πέφτει από τη βάρκα κόντρα στον καιρό και στα κύματα, έτσι ώστε να μην παρασύρεται η βάρκα και να μην μπερδεύονται οι πετονιές και τα αγκίστρια. Για να αποφύγει το «μπέρδεμα» στο παραγάδι, καλό θα ήταν ο ερασιτέχνης ψαράς να χρησιμοποιεί ένα μικρό βαριδάκι (τουλάχιστον 50 γραμμαρίων) ανά 15 – 20 αγκίστρια.                                                 
Συρτή Βυθού
Το ψάρεμα μπαρμπουνιών με συρτή βυθού απευθύνεται και αυτό στους αλιείς που χρησιμοποιούν βάρκα η οποία κινείται με μία μικρή σταθερή ταχύτητα περίπου τριών κόμβων την ώρα. Στη συρτή βυθού, θα χρειαστούμε ένα καλάμι από 1,60 έως 2,00 μέτρα, με τον ειδικό μηχανισμό, χοντρή πετονιά και κατάλληλα βαρίδια που θα καταφέρουν να την οδηγήσουν στον βυθό της θάλασσας, όπου κατοικεί το μπαρμπούνι.
Ψάρεμα με καλάμι
Ένας από τους δημοφιλέστερους τρόπους-χόμπι ψαρέματος στην Ελλάδα είναι αυτός με το καλάμι. Εδώ, θα χρειαστεί ένα μακρύτερο καλάμι από αυτό που χρησιμοποιείται στη συρτή βυθού (άνω των 4 μέτρων), ο κατάλληλος μηχανισμός (πενηντάρης) και μία πετονιά 28 έως 35 χιλιοστών. Το 3 και το 4 είναι τα κατάλληλα νούμερα αγκιστριών για ψάρεμα μπαρμπουνιών από ακτή με ζωντανά δολώματα.                                                                                                                                                
ΛΟΥΤΣΟΣ

 Εδώ και μερικά χρόνια η παρουσία του λούτσου ή μεσογειακού μπαρακούντα είναι ένα εξακριβωμένο γεγονός, αφού αυτό το ψάρι εντοπίζεται και πιάνεται αρκετά συχνά. Σε μερικές περιπτώσεις, ευτυχώς μεμονωμένες, έγιναν πραγματικές εκατόμβες ακόμη και από αρχάριους του θαλάσσιου spinning που κατά τύχη συνάντησαν λούτσους.

Οι απότομες και δαντελωτές βραχώδεις ακτές με ακρωτήρια και διάσπαρτους υφάλους, το εσωτερικό των λιμανιών, οι κυματοθραύστες, τα περάσματα των λιμανιών, ακόμη και οι παραλίες, είναι τα μέρη που προτιμάει αυτό το ακούραστο αρπακτικό, που κινείται σε πυκνά και πολυάριθμα κοπάδια. Οι λούτσοι, πράγματι, όταν διαλέξουν μία συγκεκριμένη περιοχή στην οποία συχνάζουν κοπάδια ψαριών, όπως τα κεφαλόπουλα, οι γόπες ,οι σάλπες και οι μαρίδες, παραμένουν εκεί για αρκετές μέρες, μέχρι να εξαφανιστούν απότομα.
Με αυτή την έντονη παρουσία του, ο λούτσος υποσκελίζει και διώχνει από την περιοχή τα άλλα αρπακτικά, που είναι μικρότερα σε μέγεθος και πλήθος. Όπως τα μελανούρια και, κυρίως, στα λαβράκια, που αποτελούν τα κύρια θηράματα του spinning.
Είναι σαφές ότι αυτά τα είδη, κάτω από το «βάρος» των μεγάλων κοπαδιών των λούτσων, που συνήθως αποτελούνται από μεγάλα ψάρια, πρέπει να υποχωρήσουν.
Ας στραφούμε, λοιπόν, στους λούτσους και ας γνωρίσουμε τα τεχνητά δολώματα, μαζί με τις κυριότερες φάσεις παλέματος μαζί τους.                                                                                                 Περισοτερες πληροφοριες στο λινκ : http://alieus.forumotion.com/t367-topic                                      
ΒΡΑΣΤΟΨΑΡΑ

ΓΛΩΣΣΑ

ΓΟΠΑ

ΛΥΘΡΙΝΙ

ΠΑΛΑΜΙΔΑ

ΣΑΦΡΙΔΙ

ΣΤΕΙΡΑ

ΣΥΝΑΓΡΙΔΑ

ΚΑΡΑΒΙΔΑ

ΣΦΥΡΙΔΑ

ΜΥΔΙΑ

ΓΑΡΙΔΑ

ΚΑΡΑΒΙΔΑ

ΣΤΡΕΙΔΙΑ

ΧΕΙΛΟΥ

ΧΤΑΠΟΔΙ
ΚΑΛΑΜΑΡΙ

Ψάρεμα του σαργού